ξύσιλος

ξύσιλος
ξύσιλος, -ον (ΑΜ)
1. ξυρισμένος, λείος
2. (κατ' αλλ. ερμ.) αυτός που ξύνεται διαρκώς σαν τον ψωριάρη. ο ψωραλέος, ο λεπρός
3. συνεκδ. ο γέρος, ο ρυτιδωμένος («τὶ μὰν ξύσιλος, τὶ γὰρ σῡφαρ ἀντ' ἀνδρός», Σώφρ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. από το θ. ξυστού ξύω, πρβλ. αόρ. -ξυσ-α].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξύσιλος — ξύ̱σιλος , ξύσιλος shaven masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύσιλον — ξύ̱σιλον , ξύσιλος shaven masc/fem acc sg ξύ̱σιλον , ξύσιλος shaven neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”