- ξύσιλος
- ξύσιλος, -ον (ΑΜ)1. ξυρισμένος, λείος2. (κατ' αλλ. ερμ.) αυτός που ξύνεται διαρκώς σαν τον ψωριάρη. ο ψωραλέος, ο λεπρός3. συνεκδ. ο γέρος, ο ρυτιδωμένος («τὶ μὰν ξύσιλος, τὶ γὰρ σῡφαρ ἀντ' ἀνδρός», Σώφρ).[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. από το θ. ξυστού ξύω, πρβλ. αόρ. ἔ-ξυσ-α].
Dictionary of Greek. 2013.